- αρχηγέτης
- ο (AM ἀρχηγέτης, Α και ἀρχαγέτας [θηλ. -τις, η])1. ο γενάρχης2. ο αρχηγός, ο ηγέτηςαρχ.1. ο οικιστής* μιας πόλης2. (θεός ή ήρωας) πολιούχος, προστάτης3. (στη Σπάρτη) ο βασιλιάς4. (στην Αθήνα) ἀρχηγέταιοι δέκα επώνυμοι ήρωες5. η πρώτη αρχή, ο πρωταίτιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ-* + ηγέτης < ηγούμαι.ΠΑΡ. αρχ. αρχηγετεύωνεοελλ.αρχηγεσία].
Dictionary of Greek. 2013.